Η σάτιρα στην λογοτεχνία

   Στα τέλη του 15ου αιώνα εμφανίζεται ένας μεγάλος σατιρικός, ο Φραγκίσκος Ραμπελέ, του οποίου το πεζογραφικό έργο αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας. Ο Ραμπελέ εμπνεύστηκε το λογοτεχνικό γκροτσέκο, δηλαδή την γελοιογραφική περιγραφή προσώπων και καταστάσεων η οποία είναι εμπλουτισμένη με στοιχεία υπερβολής και τερατομορφίας. Μέσα από τα δημιουργήματα του ο Ραμπελέ διακωμώδησε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας σφαίρας. Αφενός κατάργησε όλα τα ταμπού εξισώνοντας τους πολιτικούς με τον Πάπα και τους απατεώνες και αφετέρου εμπλούτισε την γαλλική γλώσσα με 1000 λέξεις.
    Η πιο κακοήθης σάτιρα στην ιταλική λογοτεχνία ασκείται από τον Αρετίνο (1492-1556). Τα πιο ανήθικα και καυστικά του έργα αποτελούν οι Κρίσεις και οι Συλλογισμοί τα οποία καταδίκασε η Καθολική Εκκλησία μετατρέποντας στην συνέχεια τον Αρετίνο σε έναν βαθιά θρησκευόμενο συγγραφέα.
    Στην Ισπανία συναντούμε τον 16ο αιώνα έναν μεγάλο λογοτέχνη, τον Μιγκέλ Θερβάντες  (1547-1616) ο οποίος είναι ο δημιουργός του Δον Κιχώτη. Ο Δον Κιχώτης αποτελεί μία πεζογραφική σάτιρα και παρωδία των ιπποτικών μυθιστορημάτων της εποχής. Μέσα από τη σάτιρα του ο Θερβάντες διακωμωδεί τον Μεσαίωνα, βασιζόμενος στην άρνηση των προσώπων της εποχής να δεχτούν τις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές.
   Στην Αγγλία στις αρχές του 18ου αιώνα κάνει την εμφάνιση του ο Αλεξάντερ Πόουπ (1668-1744), ο οποίος μέσα από τα έργα του «Ο βιασμός της μπούκλας» και «Η βλακεντιάδα» ειρωνεύεται τους φιλολογικούς εχθρούς του και κυρίως τον κριτικό Θεοβάλδο, χαρακτηρίζοντας τον «Βασιλέα της βλακείας». 
     Παράλληλα με τον Πόουπ εμφανίζεται και ο Ιωνάθαν Σουίφτ (1667-1745), ο οποίος, ως άρτιος σατιριστής, περιγράφει με ειρωνεία και επιθετικότητα τις άσχημες πλευρές της κοινωνίας της εποχής, μεγιστοποιώντας κάθε κακό χαρακτηριστικό. Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα αποτελεί το «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» οπού σατιρίζει τη διαφθορά, τον συμβιβασμό και οτιδήποτε άσχημο υπάρχει στις ανθρώπινες κοινωνίες. Μέσα από τις διαστάσεις των ανθρώπινων σωμάτων περιγράφει τη βιαιοπραγία που ασκείται από τους άρχοντες πάσης εξουσίας χρησιμοποιώντας ως ήρωες γίγαντες και νάνους. Χλευάζει την επιστημονική κοινότητα της εποχής και υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο γένος είναι άξιο μόνο για να υπηρετεί το ζωικό βασίλειο. Η «Μετριοπαθής πρόταση» αποτελεί την σκληρότερη σάτιρα του Σουίφτ ανήκοντας στο λογοτεχνικό γκροτέσκο και μέσα από την οποία παρουσιάζει μία πρόταση βασιζόμενη στην υπερβολή για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος των Ιρλανδών.
Η σάτιρα του είναι τόσο σύγχρονη αφού αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Μετριοπαθή Πρόταση»:
«Από τα 120.000 παιδιά (που γεννιούνται τον χρόνο) να κρατιούνται τα 20.000 για αναπαραγωγή, το ένα τέταρτο αρσενικά – ποσοστό πολύ μεγαλύτερο απ' όσο κρατάνε για τα πρόβατα, τα βόδια και τους χοίρους -, για το λόγο πως τα παιδιά πολύ σπάνια είναι καρποί γάμου, ενός ιερού θεσμού όχι ιδιαίτερα σεβαστού από τους αγρίους μας άρα ένα αρσενικό θα είναι αρκετό για να υπηρετήσει τρία θηλυκά. Τα 100.000 που μένουν θα έπρεπε, κάθε χρόνο, να πουλιούνται στους ευγενείς και τους πλούσιους όλου του βασιλείου, με τη συμβουλή πάντοτε προς τη μητέρα για μπόλικο θηλασμό τον τελευταίο μήνα, ώστε να παχύνουν και να φτιάχνουν ένα καλό πιάτο. Με ένα παιδί θα μπορούν ίσως να γίνουν δύο πιάτα ή ένα πρόχειρο γεύμα μεταξύ φίλων (...) Αναγνωρίζω πως η τροφή αυτή θα είναι λίγο ακριβή, για αυτό και πολύ κατάλληλη για τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι, έχοντας ήδη κατασπαράξει σχεδόν ολοκληρωτικά τους γεννήτορες, έχουν κάθε δικαίωμα να φάνε και τα παιδιά τους». 
    Τον 18ο αιώνα κάνει την εμφάνιση του στη φιλολογία ακόμα μία σπουδαία προσωπικότητα, ο Βολταίρος, ένα πνεύμα αντιμοναρχικό και άθρησκο εν μέσω εποχής όπου κυριαρχεί η μοναρχία και ο θρησκευτικός φανατισμός. Ο Βολταίρος βασιζόμενος στις αρχές του άρχισε να γράφει σατιρικούς στίχους, ποιήματα, μυθιστορήματα αλλά και κάθε είδους επιστολές με κοινό άξονα πάντα τη σάτιρα. Λόγω της επιθετικής και άκαμπτης σάτιρας του φυλακίστηκε τρεις φορές και στη συνέχεια εξορίστηκε. 
    Τον 19ο αιώνα στην Γαλλία δύο λογοτέχνες, ο Ουγκό και ο Φλόμπερ, χρησιμοποιούν στα έργα τους τη σάτιρα. Ο Βίκτωρ Ουγκό εκτός από μυθιστοριογράφος επεκτάθηκε στην ποίηση και την θεατρική συγγραφή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σάτιρας του είναι οι Τιμωρίες (Les Chatiments), όπου εξευτέλιζε τον βασιλιά Ναπολέοντα Γ'. Λίγο πριν φύγει από την ζωή δημιούργησε και γελοιογραφικά πορτρέτα των εκπροσώπων της συντηρητικής πολιτικής. Ο Γουσταύος Φλόμπερ έγραψε αρκετά μυθιστορήματα με το Μπουβάρ και Πεκισέ (Bouvard et Pecuchet) να αποτελεί την πιο οξεία του σάτιρα, χλευάζοντας, μέσα από μία ιστορία δύο αφελών χαρακτήρων, την αστική τάξη της χώρας του. 
    Στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζεται στις Η.Π.Α., ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών, ο Μαρκ Τουέιν 1835-1910). Ο Τουέιν θέλοντας να δώσει καινούρια πνοή στο, μέχρι τότε, στυλ της λογοτεχνίας, ξεκινάει να χρησιμοποιεί λαικούς ιδιωματισμούς στα κείμενα του. Έχοντας προσπαθήσει να καταπιαστεί με διάφορες ειδικότητες, κατανοεί ότι το επάγγελμα πρέπει να ακολουθήσει όταν εκθέτει τα ταξιδιωτικά του βιώματα μέσα από το Οι αφελείς στο εξωτερικό (Innocents Abroad), οι οποίες αγοράστηκαν από 125.000 κόσμο. Μερικά από τα χιουμοριστικά μυθιστορήματα του αποτελούν το Ένας Γιάνκης στην αυλή του Βασιλιά Αρθούρου (A Connecticut Yanke in King Arthur's Court) και το Οι προσωπικές αναμνήσεις της Ζαν ντ' Αρκ (Personal Recollections of Joan of Arc). Όντας άθεος, ο Τουέιν άσκησε με χιούμορ οξεία κριτική ακόμα και στον Θεό, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ένας Θεός που διακηρύσσει δικαιοσύνη αλλά επινόησε την Κόλαση, που διακηρύσσει έλεος αλλά επινόησε την Κόλαση, που διακηρύσσει συγχώρεση πολλαπλασιασμένη στο άπειρο αλλά επινόησε την Κόλαση, που ζητάει την ηθική από τους άλλους αλλά δεν την έχει καθόλου ο ίδιος, που συνοφρυώνεται για τα εγκλήματα αλλά τα διαπράττει ο ίδιος, που δημιούργησε τον άνθρωπο χωρίς κανείς να του το ζητήσει και μετά προσπαθεί να ρίξει την ευθύνη για τις ανθρώπινες πράξεις στον άνθρωπο αντί να τις τοποθετήσει εκεί που ανήκουν – στον ίδιο και τέλος, με θείο πραγματικά θράσσος απαιτεί από αυτόν τον κακοποιημένο δούλο να τον λατρεύει!». 
    Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα εμφανίζεται ένας από τους πνευματωδέστερους συγγραφείς της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, ο Ιρλανδός Τζορτζ Μπέρναρντ Σό. Μέσα από την οξύτατη σάτιρα του χλεύασε τη θρησκευτική συμβατικότητα της μεταβικτοριανής αστικής τάξης και διακωμώδησε την υποκρισία προωθώντας τα σοσιαλιστικά του ιδεώδη. Εκτός από μυθιστοριογράφος υπήρξε και θεατρικός συγγραφέας, κυρίως κωμωδιών, αλλά και κοινωνιολογικός δοκιμιογράφος.
Ένα δείγμα της πολιτικό-κοινωνικής του σάτιρας αποτελεί ο διάλογος δύο ηρώων του:
«Μεντόζα: Είμαι ληστής, ζω ληστεύοντας τους πλούσιους.
Τάνερ: Είμαι κύριος, ζω ληστεύοντας τους φτωχούς. Ας δώσουμε τα χέρια».
     Τον ίδιο αιώνα ο Άγγλος Τζορτζ Όργουελ σατιρίζει την σοβιετική δικτατορία του προλεταριάτου της σταλινικής περιόδου μέσα από μία σάτιρα όπου πρωταγωνιστούν ζώα. Η Φάρμα των ζώων (The Animal Farm) αποτελεί μία καταγγελία ενάντια σε πάσης φύσεως τυραννία, με την φράση του Όργουελ «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα» να χρησιμοποιείται ακόμα και στις μέρες μας ως χαρακτηρισμός για τις πολιτικό-κοινωνικές καταστάσεις.